μετρημός

μετρημός
ο
η μέτρηση, το μέτρημα: Δεν έχουν μετρημό οι πίκρες μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετρημός — ο (Μ μετρημός) [μετρώ] 1. μέτρηση, καταμέτρηση, μέτρημα, απαρίθμηση («τα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν», δημ. τραγούδι) 2. φρ. «δεν έχω μετρημό» είμαι αμέτρητος …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μετρισμός — μετρισμός, ὁ (Μ) μέτρηση, καταμέτρηση, απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρημός κατά τα πολλά ουσ. σε ισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”